κατάκωλος

κατάκωλος
ο
1. αυτός που βρίσκεται στο εσώτατο σημείο
2. το ουδ. ως ουσ. το κατάκωλο
α) το εσώτατο σημείο
β) μυχός κόλπου.
επίρρ...
κατάκωλα
1. στο εσώτατο σημείο
2. στον μυχό κόλπου ή λιμανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -κωλος (< κῶλον «έντερο»), πρβλ. βραχύ-κωλος, πολύ-κωλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”